αναγκοτροφώ

αναγκοτροφώ
ἀναγκοτροφῶ (-έω) (Α)
τρώω κάτι αναγκαστικά, κάνω υποχρεωτική δίαιτα, τρέφομαι όπως και οι αθλητές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀναγκοτρόφος < ἀνάγκη + -τρόφος < τρέφω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αναγχιππώ — ἀναγχιππῶ ( έω) (Α) με εξαναγκάζουν να υπηρετήσω ως ιππέας. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προέρχεται από αμάρτ. αρχ. *ἀνάγχιππος. (Το ἀνάγχιπποι* που μαρτυρείται είναι μσν.) (πρβλ. ἀναγκοσιτῶ, ἀναγκοτροφῶ, ἀναγκοφαγῶ, ἀναγκοφορῶ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”